Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

Η εξακολουθητική επιστροφή του «σκοτεινού συνωμότη». Του Αριστοτέλη Σαΐνη

Μιχάλης Κατσαρός «Μείζονα Ποιητικά» Επιμέλεια: Αρης Μαραγκόπουλος 
Παρακολουθώντας από κοντά τη μετεμφυλιακή πραγματικότητα, οι τρεις μείζονες ποιητικές συνθέσεις του πρώτου Μιχάλη Κατσαρού (Κυπαρισσία 1920 - Αθήνα 1998) αποτυπώνουν οδυνηρά μια σταδιακή πορεία από την ευφορία της αντίστασης στην ανάγκη αναπροσανατολισμού μετά την «ήττα» και την παταγώδη κατάρρευση των μεγάλων οραμάτων. Αρχικά η επικολυρική σύνθεση «Μεσολόγγι» (1949): γραμμένη το 1947 διατηρεί άσβεστη ακόμα μια ελπίδα με το ποιητικό υποκείμενο να οραματίζεται μια καινούργια «έξοδο».

Στο κέντρο, το «Κατά Σαδδουκαίων» (1953), μια από τις εμβληματικές ποιητικές συνθέσεις της μεταπολεμικής ποίησης: η σειρά των δεκαεννέα ιστορικοφανών αλληγοριών που δημιουργούν τη σφιχτή αφηγηματική ενότητά της δεν αφήνει πολλά περιθώρια, πλην της διαρκούς και καθολικής αντίστασης σε κάθε αυθεντία, όπως, καίρια και προφητικά, διατυπώθηκε ως σάλπισμα στη φημισμένη «Διαθήκη» («Αντισταθείτε... ακόμα και σε μένα που σας ιστορώ»). Τέλος, το 1956, στην ποιητική σύνθεση «Οροπέδιο» (1957) το ποιητικό υποκείμενο είναι, πλέον, απόβλητο και μόνο, παραμελημένο και αγνοημένο από δικούς και φίλους.
Καθόλου τυχαία τον τελευταίο στίχο του «Οροπεδίου» («Και τραγουδάω») δεν τον ακολούθησαν θούρια άσματα και τραγούδια παρά μακροχρόνια σιγή. Ομιλούσα έκλειψη, φυσικά, όπως και κάθε σιωπή μεγάλου ποιητή, που θα σπάσει το 1973 με μια φιλοσοφική μπροσούρα και ένα μυθιστόρημα, και οριστικά το 1975 με το «Πρόβα και Ωδές». Ο,τι έπεται είναι ένας άλλος Κατσαρός. Ωθώντας στα άκρα πρώιμες τάσεις της ποίησής του, το δύσβατο, όψιμο έργο του θα βυθιστεί σε έναν ιδιόμορφο γλωσσοκεντρισμό και θα οδηγηθεί σε έναν ιδιοσυγκρασιακό ερμητισμό.
Ωστόσο, ο ποιητής είχε έρθει για να μείνει. Η επανέκδοση των πρώτων συλλογών (Κείμενα, 1971-72) εν μέσω δικτατορίας και η συνέντευξή του στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Αντί» σήμαναν την οριστική επιστροφή του. Εκτοτε ο πολιτικός και ποιητικός ριζοσπαστισμός του, στα χρόνια «του επερχόμενου μεσαίωνα» των «τυφλών εποχών» μας, φαντάζει επίκαιρος και αποδεικνύεται εξακολουθητικά δραστικός.
Η επετειακή έκδοση για τα είκοσι χρόνια από τον θάνατο του ποιητή περιλαμβάνει εκτός από την άτυπη «τριλογία» του ανέκδοτα, αδημοσίευτα ή αθησαύριστα ποιήματα που εντοπίστηκαν στο εν πολλοίς κατεστραμμένο αρχείο του. Πρόκειται για σώματα συλλογών ή ομάδες ποιημάτων με κοινή θεματική και υφολογική ενότητα, η ανάγνωση και μόνο των οποίων δικαιολογεί την οργανική τους ένταξη στο πλαίσιο της μείζονος ποίησης του Κατσαρού.
Η πρώτη («Ποιήματα και Απολογία») από αυτές τις πέντε συλλογές αποτελείται από δέκα σύντομα ποιήματα, όλα τους εικονοποιήσεις, συχνά εναργέστερες, γνωστών θεματικών μοτίβων στην ποίησή του: η ελευθερία και η αναζήτησή της («Οι ήρωες»: «Πάντα και πάντα τρέχουμε προς την ελευθερία / κι αυτή δεν έρχεται ποτέ –μας περιπαίζει»), το κοινωνικό όραμα («Τυφλές εποχές»: «αν έχετε κλειστές τις πόρτες / ούτε οράματα / ούτε μαρμαρυγές / εξακοντίζονται»), ενώ στην καταληκτήρια «Απολογία» κυριαρχεί το ίδιο μεταφορικό αίσθημα της στέρφας/έρημης γης: «Τα πάντα πάσχουν από ξηρασία».
Ακολουθεί μια δραματικη στην ανάπτυξή της και εφιαλτική στη θεματική της σύνθεση («Το πνιγμένο στάρι») ένδεκα ενοτήτων, γραμμένη σχεδόν αμέσως μετά το «Μεσολόγγι», ενώ στα δέκα ποιήματα της επόμενης συλλογής («Στην απέναντι όχθη») η γνωστή πνιγηρή αίσθηση εγκλωβισμού («Aτολμα Τείχη») και η ανάγκη επαναπροσανατολισμού των οραμάτων («Αλλες αναζητήσεις») οδηγούνται στην ακραία απόληξή τους: «Σε τι να ελπίσω;» (από το ποίημα «Σχέδιο αυτοκτονίας»)
Θα έλεγα ότι η επόμενη ενότητα/συλλογή («Δε θα ’ρθεί»), ένα κρεσέντο παραλλαγών με κοινό θεματικό πυρήνα, αποτελεί, ίσως, την πιο καρυωτακική συλλογή του Κατσαρού. Δεν είναι μόνο η αναφορά στο ποίημα «Τους στίχους μας» («τον Δον Κιχώτη φερ’ ειπείν / κι αυτόν τον Καρυωτάκη –απλώς τους λέγαν άρρωστους») αλλά, κυρίως, ολόκληρη η «Αισιοδοξία», όπου η καβαφική θεατρική σκηνοθεσία μετατονίζεται καρυωτακικά. Εκπληξη η ενότητα («Ανοιξη 1951») με τα έξι ερωτικά ποιήματα, τόσο σπάνια στο γνωστό corpus του ποιητή, μάλιστα κάποια τολμηρά: «Πνιγμένος στη βουή του σκοτεινού καταρράχτη / Ακούγοντας τα νερά να γκρεμίζονται / τελειώνω. /Μετά ακολουθεί η έξοδος».
Τέλος, σε δύο θεματικές ενότητες συγκεντρώνονται αδέσποτα ποιήματα που δεν ανήκουν εμφανώς σε κάποια συλλογή. Στην πρώτη («Ιστορικά») καταχωρίζονται ποιήματα με άμεση ή έμμεση αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα. Τα περισσότερα είναι γραμμένα μεταξύ του 1943 και του 1953 και τα θέματά τους είναι αυτά που θα απασχολούσαν έναν στρατευμένο ποιητή της εποχής: από τον θάνατο του Παλαμά («Καινούργια γέννα»: «τούτη τη μουχλιασμένη άνοιξη. / Βαθιά ακούμε μια βουή με θριαμβικές σάλπιγγες / θα πλημμυρίσει τους τάφους») στη Χιροσίμα, από την Αντίσταση στον θάνατο του Μπελογιάννη («Με το λάβαρό σου»).
Στη δεύτερη ενότητα («Αυτοβιογραφικά») ο επιμελητής καταχωρίζει ποιήματα (από το «Η πολιτεία των παιδικών μυθιστορημάτων» μέχρι το «ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ»: Εδώ κοιμάται ήσυχος ο Μιχαλιός/ σκοτώθηκε σε τρεις πολέμους/ και ακόμα στέλνουμε χαρτιά/ και τον καλούνε») όπου το προσωπικό βίωμα βρίσκεται σε πρώτο πλάνο.
Εδώ και η αφιερωμένη στον πρόσφατα εκλιπόντα Χρίστο Ρουμελιωτάκη (1938-2018) περίφημη «Μπαλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι», όπου ο Κατσαρός, όπως έδειξε ο Ανδρέας Μπελεζίνης, με αφορμή την καρυωτακική «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» και τον «Επίλογο» («Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι») του Μ. Αναγνωστάκη σχολιάζει πικρά την αδυναμία της γενιάς των ομοτέχνων του όχι μόνο να κινηθούν συλλογικά αλλά ακόμα και να επικοινωνήσουν. Εξού και η αγωνιώδης, εμφατικά επαναλαμβανόμενη αποστροφή: «Με ποιον με ποιον να μιλήσω;» Γραμμένη το 1958 και δημοσιευμένη στα «Αθηναϊκά γράμματα» (τ. 8, Φεβρουάριος 1958) η «Μπαλάντα» σήμανε και την προσχώρηση του ποιητή στη... σιωπή.
Οπως και να ’χει, η νέα έκδοση προσφέρει μια πανοραμική εικόνα της πιο δημιουργικής δεκαετίας του ποιητή. Η ίδια διελκυστίνδα, από τη μια η πίστη σε ένα μακρινό, πλην εφικτό, κοινωνικό όραμα, παρά τις διαρκείς ήττες και τις κακουχίες, από την άλλη, η διαρκής γείωση στην πραγματικότητα και, κυρίως, η απογοήτευση για την κατάσταση της Αριστεράς.
Οι αντίλαλοι από το δημοτικό τραγούδι και οι σολωμικοί απόηχοι διαποτίζονται γρήγορα από τον σκεπτικισμό της καβαφικής ειρωνείας και τον αυτοσαρκασμό της καρυωτακικής σάτιρας, ενώ προοδευτικά η πρώιμη προβολή του ποιητή ως οραματιστή (βιβλικής αρχικά και μετέπειτα βαρναλικής ή σικελιανικής καταγωγής) μετεξελίσσεται με φυσιολογικό τρόπο στον υπέρμετρα εγωτικό και εξαγγελτικό φουτουριστικό λόγο του Βλαδίμηρου (Μαγιακόφσκι), τη διαρκέστερη, ίσως, παρουσία στο έργο του.
Η εξαιρετική έκδοση, χρηστική και φιλολογική ταυτόχρονα, που συνοδεύεται από εισαγωγή («Αντί προλόγου») του επιμελητή και επίμετρο («Εν είδει βιογραφίας) του γιου του ποιητή, Στάθη Κατσαρού, φέρει τη σφραγίδα του Αρη Μαραγκόπουλου, αποτέλεσμα της γνωστής αγαπητικής του ματιάς στα κείμενα (εδώ με έναν λόγο παραπάνω, καθότι ανιψιός του ποιητή). Οπως σημειώνει ο ίδιος στην εισαγωγή, η έκδοση αποτελεί το πρώτο βήμα. Μένει οι φιλόλογοι, οι κριτικοί, οι γραμματολόγοι και κυρίως οι αναγνώστες να κάνουν το δεύτερο και αποφασιστικό.

ΠΗΓΗ: http://www.efsyn.gr/arthro/i-exakoloythitiki-epistrofi-toy-skoteinoy-synomoti
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου