Ξέρω πὼς τὰ βιβλία ἐπινοήθηκαν γιὰ
νὰ ἑνώνουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ πέρα ἀπὸ τὸν θάνατο, προστατεύοντάς μας ἀπὸ τὸν
πιὸ ἀδυσώπυτο ἐχθρὸ τῆς ζωῆς, τὴ λήθη.
(Στέφαν Τσβάϊχ, Μαντέλ, ἐκδ. ‘‘Πελαργοῦ’’, Ἀθῆναι
1950, σ. 44)
Ἦτο μαθητούδι, παιδάριον δεκαετές, λιανοπαίδι ἀγένειον, ἀθερὶς,
σμαρίδιον ὅταν περὶ τὸ 196… ἐτύρβαζεν στὶς ἁλάνες, λακτίζων ἐντέχνως τὴν
ποδοσφαίραν, σὲ ἄσημο δυτικὸ προάστιο τῆς πρωτευούσης. Ὅμως, καὶ ἕτερον ‒ὄχι καὶ τόσον σύνηθες‒ πάθος τὸν κατεῖχεν· ἄκουσον-ἄκουσον,
τῆς φιλαναγνωσίας. Εἶναι γνωστὸν πὼς ἡ ποδοσφαίρησις ἀντιμάχεται τὴν ἀνάγνωσιν ὅπως τὸ γερούσιον αἷμα
τῆς σταφυλῆς, ὁ οἶνος, ἀντιμάχεται τὴν κράμβην· ὅπως τὸ πολυγηθὲς καὶ
χριστευλόγητον αὐτὸ πόμα ἀντιπαθεῖ τὸν παγκράμβιο βίο.
Ἡμέραν
τινά, ἐνῷ μὲ ἄλλους συνομιλήκους του ἀγυιόπαιδας ἐγύριζε ἀνὰ τὰς ῥύμας καὶ τοὺς
ξηροχειμάρρους τοῦ τόπου, λίγες ἡμέρες πρὸ τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων, διῆλθαν
μπροστὰ ἀπὸ τὸ νέο, πρῶτο καὶ πρωτοφανὲς γιὰ τὴν περιοχὴ κατάστημα: ἕνα
βιβλιοπωλεῖο, τὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Βασίλη
Τουργκέλη, στοῦ «Μανάρα», δίπλα στὸ κουρεῖο τοῦ «Ἁλατᾶ». Ἡ ὁμήγυρις προσπέρασε
νωχελικά, ὅμως ἡ ἀφεντιά του κοντοστάθηκε, σταμάτησε· ἀκίνητη ὡς στήλη ἅλατος. Ἀπέναντι,
στὴ φωτισμένη προθήκη, στεκόταν καμαρωτὸς καὶ ἀστεράτος καὶ τυρκουαζάτος ἕνας Ἰούλιος
Βέρν: «Τὰ τέκνα τοῦ Πλοιάρχου Γκράντ»·
μὲ τὸ ὀνειρικὸ ἐξώφυλλο τοῦ χαράκτη Τάκη Τζανετέα! Ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ἔπεσεν τὸ
βλέμμα του ἐπάνω εἰς τὸ βιβλίον, τὸ εἶχεν ἀγαπήσει. Πάει … αὐτὸ ἤτανε εἶπεν.
Ἔρωτας
κτήσεως τὸν κατέλαβεν, σεβτντὰς ἦτον αὐτὸς
ὄχι τσορβᾶς, ἔρωντας ὄχι γέροντας. Καὶ ὅσον ἐπερνοῦσαν οἱ μέρες τόσον ἐμεγάλωνε,
τόσον ηὔξανε καὶ ὁ πρὸς τὸ βιβλίον πόθος του. Καὶ δὲν τὸ ἔλεγε στοὺς περὶ αὐτὸν ὁμιλήκους του
μήπως καὶ τοῦ κολλήσουν τέλος κανὲν παρατσούκλι. Ὅμως, σὲ οἰκογενειακὸ
περιβάλλον ἐν ἀπορίᾳ ἡ ἀπόκτησή του ἔμοιαζε, ὡς πολυτέλεια, ὡς μυθικὴ μακαρία, ὡς
ὀπτασία, ὡς ξυπνητὸν ὄνειρον. Οἴκοι δὲν ἐσώζετο
ἄλλο βιβλίο πλὴν αὐτῶν τῶν δωρεὰν σχολικῶν τοῦ ΟΕΔΒ. Οὔτε ποτὲ εἶχεν ἀποκτήσει ἰδικόν
του βιβλίον. Ἦτο ἀβιβλιοκτήτωρ.
Ὅμως,
τὸν κατέλαβε τέτοιο πᾶθος γιὰ νὰ τὸ κάμει δικό του ποὺ οὔτε ὕπνος δὲν τὸν ἐκόλαγε πλέον. Καὶ εἶχεν
πέσει εἰς συλλογισμοὺς καὶ λογισμοὺς καὶ ἐξέχασε προσκαίρως καὶ ποδοσφαίραν καὶ
παιγνιώδεις περιδιαβάσεις μὲ συντρόφους στὰ παιχνίδια. Εὐκαίρως, ἀκαίρως
διήρχετο ἔξωθεν τοῦ βιβλιοπωλείου ἔρριπτε μίαν ματιὰν εἰς τὸ ποθούμενον τὸ ὁποῖον
ἵστατο ἀκίνητον, ἀσάλευτον καὶ φωτοφεγγοβολὸν ὡς ἄλλο ἄστρο τῆς Βηθλεέμ, καὶ ἔψαχνε
εἰς μάτην τρόπους νὰ ἀποκτήσει τὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου μου.
Τέλος,
τὸ ἀποφάσισε. Ἀνήσυχος καὶ πλήρης δισταγμῶν καὶ φόβων, ἀπευθύνθηκε στὸν πατέρα:
‒Θέλω
νὰ πάρω ἕνα βιβλίο, ἀπὸ τὸ νέο βιβλιοπωλεῖο ποὺ ἄνοιξε στοῦ «Μανάρα», τοῦ εἶπεν.
‒Τί
βιβλίο; ἀπήντησεν.
Τί
νὰ εἰπεῖ σὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ παρὰ τὴν καλή του πρόθεση καὶ διάθεση αὐτὸ θὰ τοῦ
φαινόταν ὡς terra
incognita.
Ἐψιθύρισεν:
‒Ἕνα
μυθιστόρημα
Τὸν
καιρὸ ἐκεῖνο ἡ λέξη «μυθιστόρημα» εἶχε λίγο χαρακτῆρα ἔργου, τοὐλάχιστον, οὐχὶ
παραδεδεγμένης χρησιμότητος. Περιέργως πῶς ἡ ἀπάντηση δὲν ἦταν κατὰ πάντα ἀρνητική.
‒Τί
εἶναι αὐτό; τὸν ἐρωτᾶ. Σοῦ χρειάζεται στὸ
σχολεῖο;
Ἀναθάρρησε
‒Ναί!
ἀπαντᾷ.
Ὅμως
ἡ ἀπάντηση ἦταν ἀπρόσβεπτη καὶ σχεδὸν καθίστα ἀνέφικτο τὸ αἰτούμενον.
‒Τότε,
νὰ μοῦ φέρεις σημείωμα ἀπὸ τὸν δάσκαλό σου, μὲ ὑπόγραφή του, καὶ τότε θὰ κάμω
τρόπο νὰ στὸ πάρω.
Τὰ
χρειάστηκε. Πάγωσε. Πάει, αὐτὸ ἦταν σκέφτηκε, δὲν γίνεται τίποτε.
Μετὰ
τὸ πρῶτο σάστισμα ἐπανῆλθε ἀποφασισμένος πιότερον παρὰ ποτέ. Πέρασε καὶ στὰ ἄδυτα
τῆς ‘‘παρανομίας’’. Μηχανεύτηκε, ὡς ἄλλος ἥρως εἰς τὸν ἔρωτά του, νὰ θυσιάσει τὴ
νομιμότητα χάριν τῆς ἀναγνωστικῆς ἀπολαύσεως· τῆς πρώτης φορᾶς κτίσης ἑνὸς
Γουτεμβεργιανοῦ ἀγαθοῦ. Ὅμως δὲν ἔπραξεν ὅπως ὁ γιὸς τῆς Μπούρμπενας· οἱ ἀναστολές
του νικήθηκαν κατὰ κρᾶτος ἀπὸ τὴ γοητεία τοῦ ἔντυπου λόγου. Δημιούργησe λοιπόν, παράνομο μηχανισμὸ ἐντάσσοντας,
στὸ σχέδιο ἀπόκτησης ἑνὸς Ἰουλίου (Βέρν) στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνος, καὶ ἕτερο
πρόσωπο· ἕναν συνεργό. Ἀνέθεσε, γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωρισθεῖ ὁ γραφικός του
χαρακτήρας, στὸν συμμαθητή του Ἀ., τὴ σύνταξη ἐνυπόγραφου σημειώματος μετὰ ἀπομιμήσεως
ὑπογραφῆς τοῦ διδασκάλου, ὅπου ὑποτίθεται πὼς ὁ δάσκαλός του ἐβεβαίου τοῦ λόγου
τὸ ἀληθές· πὼς τὸ βιβλίο τοῦ Ἰουλίου Βὲρν ἦταν χρήσιμο, πῶς ὄχι, καὶ ἀπαραίτητο
γιὰ τὴ σχολική του μαθησιακὴ πορεία καὶ πρόοδο. Τὸ πῆρε, τὸ ἔδωσε στὸν κηδεμόνα
του, ὁ ὁποῖος ἐν τῇ ἀγαθότητί του ἐπίστευσεν
καί, πράγματι, τὴν ἑπομένη ἐπῆγαν καὶ ἀγόρασαν τὰ θρυλικά «Τὰ τέκνα τοῦ
πλοιάρχου Γράντ» ἀπὸ τὸν καλοσυνάτο βιβλιοπώλη, ὁ ὁποῖος ὑπερακόντισε εἰς ἐπαίνους
γιὰ τὴν ἐπιλογή. Προσπάθησε νὰ θυμηθεῖ τὴν τιμή, ἀλλὰ ἡ μνήμη του δὲν τὸν βοηθοῦσε.
Ἴσως, ἐτιμᾶτο 18 δρχ. Μπορεῖ καὶ ὄχι. Βλέπεις ὁ κηδεμόνας του δὲν ἐνήργησε ὅπως
ὁ πατὴρ τοῦ κ. Εὐριπίδη Νεγρεπόντη ποὺ σημείωσε τὶς 10.000 δρχ. γιὰ τὴν ἀγορὰ «ἀπὸ
τοῦ Πανταζῆ» τὸν Ἰούλιο τοῦ 1943 στὴν Χαλκίδα τοῦ Ἀπὸ τὸν Καύκασο στὸ Πεκίνο τοῦ Ἰ. Βέρν. Ὅταν ἔπιασε τὸν τόμο τῶν ἐκδόσεων
«Μίνωας» ‒τυπωμένο
στὰ 1965‒
ἠσθάνθη θάλπος καὶ συγκίνησιν ἄφατον. Ἦτο ὁ νέος, ὁ ὁριστικὸς κτήτωρ του! Τερπὸν
ἀναγνωστικὸν survivor
τὸν κατέλαβεν· λιβάδι ὁλάνθιστο, μυρίπνοο, γαλήνιο, ἀτέλειωτο τοῦ ἐφάνη. Φυσικά,
ἐννοεῖται πὼς βιβλιοθήκη δὲν ὑφίστατο γιὰ τὸ μεταφέρει. Στὸν μικρὸ δίχωρο οἰκίσκο,
μόλις καὶ μετὰ βίας χωροῦσαν τὰ πέντε καὶ τὸν περισσότερο χρόνο ἑπτὰ (παπποῦς,
γιαγιά) μέλη τῆς οἰκογενείας. Τὸ ἐφύλαττε ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιον· γιὰ νὰ ὀνειρεύεται
καλλίτερα.
Τὸ
διεξῆλθε ἀπνευστὶ. Καὶ ὄχι μόνον ἅπαξ, μὰ πάλιν καὶ πολλάκις καὶ πλειστάκις καὶ
ποικιλοτρόπως: ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πρὸς τὸ τέλος, ἀπὸ τὸ τέλος πρὸς τὴν ἀρχή, ἀπὸ τὴν
μέση πρὸς τὸ τέλος ἢ πρὸς τὴν ἀρχή, καὶ
Κύριος οἶδεν μὲ ποιούς ἄλλους τρόπους.
Οἱ
ραφὲς τῶν σελίδων μετὰ τὶς συνεχεῖς ἀναγνώσεις δὲν ἄντεξαν τὸ ἀναγνωστικό του
μένος καὶ τὸ βιβλίο σιγὰ-σιγὰ ἐφυλλορόησεν· διελύθη εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἀφοῦ
τὸν ταξίδεψε, μαζὶ μὲ τὸν ἀγαθὸ κ. Παγανέλη καὶ τὴν παρέα του, ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς
Γλασκώβης στὴ μακρινὴ Παταγωνία τῆς Ἀργεντινῆς (ἀπὸ τότε καλὰ κρατεῖ ἡ ἰδιαίτερη
συμπάθεια του στοὺς Ἀργεντίνους ποδοσφαιριστές, ἰδιαίτερως τοῦ Παναθηναϊκοῦ:
Βερὸν, Ρότσα, Μπορέλι· μὲ τὸ ὑπέροχο θρυλικὸ σκαφτάκι του στὸ 9-1 μὲ τὸν Ἐδεσσαϊκό,
κ. ἄ.), στὴν Αὐστραλία τῆς Ἠβάνας, στὴ Νέα Ζηλανδία καὶ τὰ νησιὰ τοῦ Εἰρηνικοῦ.
Καθημερινὰ ταξίδια μὲ τὸ «Ντάνκαν» τῆς παιδικῆς του φαντασίας καὶ πλοηγὸ τὴν εὐανάγνωστη
θελκτικὴ ὄμορφη καθαρὴ bold
γραμματοσειρὰ τοῦ ἐκδότη· μὲ ὅλους ‒μὰ
ὅλους‒
τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματά της.
6. 12. 1992 |
Ὅπως,
ὅμως, εἶναι ἀδύνατον νὰ μένῃ προϊόν τι ἢ ἐμπόρευμα ἀνόθευτον εἰς τὴν ἀγοράν, ἀδύνατον
καὶ περὶ τοῦ ἐλαχίστου συμβάντος νὰ μὴ γνωσθῇ, εἴτε εἰς τοὺς συγχρόνους εἴτε εἰς
τοὺς μεταγενεστέρους ἡ ἀλήθεια, ἢ ἔστω μέρος αὐτῆς· καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν
ὅλως κρυφὰ συμβάντα εἰμὴ ὅσα… δὲν ἐσυνέβησαν.
Ἔτσι,
δὲν ἄργησε νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀλήθεια. Ὁ «συνεργός» τῆς παραβατικότητάς του, πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρίς, ἀπὸ παιδικὴ ἀφέλεια
ἢ καὶ ἕνα εἶδος ἀγνωστικιστικῆς μαθητικῆς χαιρεκακίας ἐπρόδωσε τὸ γεγονὸς
τῆς ψευδοῦς βεβαιώσεως στὸν ἴδιο τὸν καλό τους δάσκαλο, Ἀ. Κ. Ὁ ἐν ὑπερακμῇ ρώμης, εὔσαρκος, ἀλλὰ ταχὺς κ᾽ εὐκίνητος δημοδιδάσκαλος τὸν ἐκάλεσε πλησίον τῆς δασκαλοκαθέδρας καὶ ἀφοῦ τοῦ ἀπηύθυνε μικρὸν κατηγορητικὸν λογίδριον τοῦ ἐζήτησε νὰ ἐξηγήσῃ τὰ κίνητρα τῆς ταπεινῆς πράξεώς του. Σαστισμένος ὑποψυθίρισεν ἓν ἀσθενικόν:
τῆς ψευδοῦς βεβαιώσεως στὸν ἴδιο τὸν καλό τους δάσκαλο, Ἀ. Κ. Ὁ ἐν ὑπερακμῇ ρώμης, εὔσαρκος, ἀλλὰ ταχὺς κ᾽ εὐκίνητος δημοδιδάσκαλος τὸν ἐκάλεσε πλησίον τῆς δασκαλοκαθέδρας καὶ ἀφοῦ τοῦ ἀπηύθυνε μικρὸν κατηγορητικὸν λογίδριον τοῦ ἐζήτησε νὰ ἐξηγήσῃ τὰ κίνητρα τῆς ταπεινῆς πράξεώς του. Σαστισμένος ὑποψυθίρισεν ἓν ἀσθενικόν:
-Κύριε…
Ἂν καὶ ἡ προσηγορία «Κύριε» εἰς τὸ στόμα τοῦ
χλωμοῦ, εὐαισθήτου παιδίου, ἔχανεν ὅλην τὴν ἔκφρασιν τῆς ὑποτελείας, καὶ ἐγίνετο
ἁβρὰ καὶ χαρίεσσα, πολὺ τρυφερωτέρα ἀπὸ τὸ καθολικώτερον καὶ προκριτώτερον ἄλλως
ὄνομα, τὸ «δάσκαλε», καὶ ἀσυγκρίτως ἐκφραστικωτέρον, ἐντούτοις ὁ δάσκαλος κρίνας
μὴ ἐπαρκεῖς τὶς ἐξηγήσεις, ἢ ἐπὶ τὸ ὀρθότερον βλέπων τὴν ἔνοχον σιωπήν
του, ἐφήρμοσε τὴν παιδαγωγικὴ μέθοδο τῆς
ἐποχῆς. Ἐδάρη μετρίως διὰ σωφρονισμόν. Τί περίεργον ὅμως; Τὰ ἠχηρὰ ραπίσματα τοῦ
δασκάλου τοῦ ἐφαίνοντο, ὡς χάδια, ὡς ἐὰν τὸν ἤγγιζεν δρόσος αὔρας νυκτερινῆς
καθὼς τὸ ἀντικείμενον τῆς ἐπιθυμίας του δὲν διέτρεχε κίνδυνον νὰ ἀπολεσθεῖ. Ὁ
κολαφισμός του ἦτον πρόσκαιρος ἀλλὰ ἡ κατοχὴ καὶ ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου μόνιμη. Ἦτο
ξύλον ποὺ ἔμοιαζε παραδεισένιο.
Πρὸς
τιμήν του ὁ δάσκαλος δὲν τὸ ἀνέφερε στὸν κηδεμόνα του διὰ περαιτέρω κολαφισμόν·
ἴσως κατὰ βάθος ἀντελήφθη τὸ ἀγαθὸν τοῦ σκοποῦ του ἢ μετενόησε γιὰ τὸ εἶδος τῆς
τιμωρίας του. Ἰκμὰς ἀνοχῆς ἐσώζετο ἀκόμη
εἰς αὐτόν. Ἐσκέφθη, ἴσως, πὼς χάριν ἁπλῆς εὐπροσωπίας, διὰ νὰ μὴ εἴπῃ ὁ
κόσμος ὅτι δὲν μετεχειρίζετο καλῶς τοὺς μαθητές του, ὅτι ἐσκληρύνθη κάπως ὑπερμέτρως
κατ᾿ αὐτοῦ, καθὼς δὲν ἐπρόκειτο περὶ μαθητοῦ ὅστις εἶχε πόθον νὰ διαρρήξῃ τ᾽ ἀφόρητα
ἐκεῖνα δεσμὰ τῆς μαθήσεως· τὸ ἀντίθετον μάλιστα.
Κάπως
παρῆλθεν, κορέστηκε ὁ ἔρωτάς του γιὰ τὸ βιβλίο «Τὰ τέκνα τοῦ πλοιάρχου Γκράντ»·
βρέθηκαν, ἀποκτήθηκαν προϊόντος τοῦ χρόνου καὶ ἄλλα ἀνάλογα ἀντικείμενα ἀναγνωστικοῦ
πόθου. Πέρασαν χρόνια καὶ ὁ κολαφισμὸς τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ ἔγινε γλυκειὰ ἀνάμνηση.
Ἔπεσε στὴν ἀντίληψή του καὶ χρονογράφημα τοῦ ὁμοπατρίου του, Ζαχ. Παπαντωνίου,
τοῦ ἰσορροπημένου στοχαστῆ τοῦ νεοελληνικοῦ λόγου, μὲ τίτλο: «Τὸ ξύλο τοῦ
σχολείου» γραμμένο στὰ 1902 καὶ διεπίστωσε πὼς καὶ τότε αὐτὴ ἡ «παιδαγωγικὴ
μέθοδος» ἦταν κοινὸς τόπος στὴ σχολικὴ ζωὴ· «θῦμα» της, τὴ μαθητική του
περίοδο, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παπαντωνίου:
«Κάποτε ἔκαμα τὸ ἀσυγχώρητον λάθος νὰ κουρευθῶ μὲ τὴν
ψιλὴν μηχανὴν καὶ ὁ κ. Στάης, μόλις εἶδε τὸ κεφάλι μου ὡς Ὁλλανδικὸν τυρί, μοῦ ἔδωσε
τὰ χορταστικωτέρας καρπαζιάς, τὰς ὁποίας ἔφαγα καθ᾿ ὅλον τὸν μαθητικόν μου
βίον, ἂν καὶ τὰς ἐδεχόμην εὐχαρίστως ἀπὸ τόσον συμπαθῆ καθηγητήν. Ἔκτοτε, ἐπὶ ἓν
ἔτος, δὲν ἐπλησίασα εἰς τὸν κουρέα»
Ἐφ.
Ἐμπρός, φ. 2311 / 21. 1. 1902.
|
Μετὰ κάποιες δεκαετίες στὴν πλατεία Ἀβησσυνίας
εἷς τζιριντζῆς εἶχεν ἁπλώσει πρὸς πώλησιν τὴν πραμάτεια του. Ἀνάμεσα στὰ
ποικίλα πρὸς πώλησιν καὶ ἓν πανομοιότυπον. Τὸ εἶδε, τὸ ἀνεγνώρισεν, ἐπιάσθη ἀπὸ
παρακείμενη μεσάντρα. Ἐκλονήθη, Ἐφ. Ἐμπρός, φ. 2311 / 21. 1. 1902.
ἐστύλωσε τὰ πόδια καὶ ἐμορμύρισε τὸ Γορδιακόν:
—Καὶ
ἂν εἶχα καὶ θησαυρὸν χρημάτων ἤθελα τὸν ἐξοδιάσῃ εἰς θησαυρὸν βιβλίων.
Τὸ
τίμημα ὅμως ἦταν εὐτελές.
Ἀνυποψίαστος ὁ συμπαθὴς μικροπραματευτὴς γιὰ τὴ συναισθηματικὴ «ὑπεραξία» τοῦ ἐντύπου.
Τὸ πῆρε εἰς χεῖρας. Τὸ ἔψαυσε. Ἔνοιωσε πάλι τὴν πολύτιμη, πρωτεϊκὴ ἐκείνη αἴσθηση
τῆς πρώτης κτήσεως. Μοναδικὴ πρωτοπυπία· ὡς ἐπιστροφὴ στὸν πρῶτο τύπο ποὺ λέει
καὶ ὁ Ζήσιμος.
Ὅμως,
δὲν σταματᾷ μόνον ἐκεῖ ἡ ἱστόρηση. Στὴ
λευκὴ σελίδα νά, βλέπει καὶ τὴν μελανομορφη ἀφιέρωση:
Κωνσταντῖνος,
λοιπόν, καὶ ὁ κάτοχος αὐτοῦ τοῦ ἀντιτύπου· ὅπως ὁ ἥρωάς μας.
Πρόσεξε,
κάτι πού, φυσιολογικά, τὴν ἐποχὴ τῆς πρώτης κτήσεως τοῦ εἶχε διαφύγει· μία μικρὴ
διαφορά. Ὁ τίτλος, στὴ σελίδα τίτλου ἀλλά καὶ στὸ ὀπισθόφυλλο, ἦταν ὀλίγον τι
παρηλλαγμένος ἐπὶ τὸ δημοτικιστικότερον: «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΟΙΑΡΧΟΥ ΓΚΡΑΝΤ»· τὰ
«τέκνα» ἔγιναν «παιδιά». Οἱ ἐκδόσεις θεώρησαν
φαίνεται ὡς πολὺ «καθαρευουσιάνικο» τὸ «τέκνα»: κι᾿ ὅμως τὴν ἀκοή του ἀνέπαυε
καλλίτερα τὸ «τέκνα».
Ὑπερπρωτοτυπία,
μοναδικὴ ἐπιστροφή, ὁλικὴ ἐπαναφορά. Τὸ ἀντίτυπο ‒ὡς ‘‘θαλασσινόν’’‒ σαλπάρισε μαζί του καὶ πῆρε θέση
στὴ βιβλιοθήκη του, ὅπως εἶχε σαλπάρει στὶς 30 Σεπτ. 1945, πάλι ἀπὸ τοῦ «Πανταζῆ»
στὴ Χαλκίδα, τὸ Ἡ πλωτὴ πολιτεία τοῦ Ἰ.
Βέρν γιὰ τὴ βιβλιοθήκη τοῦ τότε 12ετοῦς καὶ μετέπειτα ἔφεδρου σημαιοφόρου κ.
Νίκου Γρηπονησιώτη. Τὸ φύλαξε, τὸ φυλάσσει καὶ θὰ συνεχίσει νὰ τὸ κατέχει ἄχρι
τέλους. Ἂν καὶ ἀπὸ οὐρανομήκη καὶ ἀμφίκρημνα ὄρη καταγόμενος κατέπλευσε μὲ τὰ
τέκνα τοῦ πλοιάρχου Γκράντ σὲ ὅλους τοὺς Ὠκεανοὺς τοῦ Νοτίου Ἡμισφαιρίου.
ΓΑΚ, Κώδ. 171, σ. 1201.
Ἀπὸ ἐπιστολὴ
τοῦ Ἀναστασίου Γορδίου
(1654-1729) τοῦ ἐξ Ἀγράφων
χρονολογημένη στὶς 20 Σεπτ. 1717.
|
Τέλος,
ἀνέκραξε καὶ τὸ ἕτερον περὶ βιβλιοφιλικοῦ
πάθους Γορδιακόν:
— Ἕως ὁποῦ ἀναπνέω, βιβλίοις προσκεῖσθαι
βούλομαι...
Ντῖνος Ἀγραφιώτης
*Πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφ.
«ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» τῶν Γρεβενῶν, φ. 754, στὶς 15 Δεκ. 2017.
Ωραίο το κείμενο. Το βιβλιοπωλείο ήταν του Αναστάση του Τουργέλη και όχι του Βασίλη Τουργέλη του Αναστασίου. Ομως επειδή ο Βασίλης ο Τουργέλης είχε ένα φωτοστέφανο που του φόρεσε ο Γυμνασιάρχης του Γυμνασίου του Καματερού,ο γνωστός ΠΕΡΛΕΠΕΣ, αποβάλλοντας τον από το 3ταξιο Γυμνάσιο Παράρτημα του Καματερού και από το Γυμνάσιο Αγ.Αναργύρων, σαν άθεο και κομουνιστή,(15χρονος κομουνιστής) ο συντάκτης και άλλοι θεωρούσαν ότι το βιβλιοπωλείο ήταν του γιού τουργέλη,όχι τουργκέλη. Δεν είναι βέβαια και λάθος μεγάλο αυτή η θεώρηση γιατί το βιβλιοπωλείο το κρατάγαμε εμείς τα παιδιά( Βασίλης και Ηλίας) που ο ένας πήγαινε σχολείο πρωί και ο άλλος απόγευμα. Να πώ εδώ οτι ο συντάκτης, αναδεικνύει έναν από τους κύριους λόγους που οδήγησαν στην δημιουργία του Βιβλιοπωλείου και την διατήρησή του επί τριετία και κάτι. Το βιβλιοπωλείο δημιουργήθηκε μετά από συζήτηση του Αναστάση του Τουργέλη (καπετάνιου της Υποδειγματικής ΕΠΟΝ του 6ου Συντάγματος Αργολιδοκορινθίας του ΕΛΑΣ) και του Μπαρμπα Γιάννη του Χριστοδούλου, που είχε το κτίριο, στην προσπάθεια να δημιουργήσουν ένα "πυρήνα" γνώσης και προβληματισμού στο ΚΑΜΑΤΕΡΟ του 1969.Από το βιβλιοπωλείο, πέρασαν και ανακάλυψαν την "εξωσχολική" γνώση αρκετοί έφηβοι, αλλά όπως αποδεικνύει το κείμενο και μαθητές του Δημοτικού. Οφείλω να σημειώσω εδώ οτι ο Μπάρμα Γιάννης ο Χριστοδούλου πήρε, δυο ή τρία ενοίκιά μόνο και συμμετείχε με αυτόν τον τρόπο στην προσπάθεια. Πολλοί από τους συμμαθητές, και τώρα αγαπημένοι φίλοι, θα βρούν τον εαυτό τους σε αυτό το κειμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφή