Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021

ΑΓΡΙΝΙΟ, ΚΑΜΑΤΕΡΟ, ΑΓΙΟΙ, ΤΖΙΤΖΙΦΙΕΣ . του Τάκη Γεράρδη *


Γεννήθηκα στο Αγρίνιο και δέκα χρονών βρέθηκα στο Καματερό. Έφηβος έγινα στους Αγίους Αναργύρους και παρόλο που τα τελευταία σαράντα χρόνια κατοικώ στις Τζιτζιφιές, νιώθω απόλυτα σαν Καματεριώτης.

Μεσούσης της Ελληνικής Επαναστάσεως, δηλαδή της Χούντας, ολοκληρώνοντας τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου στο νοικιασμένο από το δημόσιο κτίριο του Αθανασόπουλου στο Καματερό, περιχαρείς μεταφερθήκαμε εμείς οι Καματεριώτες, οι «επαρχιώτες» της Αθήνας, στο μεγάλο άστυ των Αγίων Αναργύρων. Οι Άγιοι όπως αποκαλούσαμε αυτό το προάστιο χάριν συντομίας, προκαλούσε σε εμάς τους πιτσιρικάδες δέος. Πολλά σπίτια πυκνοκατοικημένα, περισσότεροι κάτοικοι, τέσσερα χιλιόμετρα πιο κοντά στην Αθήνα, καμία σχέση με το αραιοκατοικημένο και σχετικά απομονωμένο Αρβανιτοχώρι μας. Στους Αγίους έβλεπες, μύριζες, βίωνες μια ζωή πιο εξελιγμένη. Στο Καματερό η ζωή έδειχνε να βρίσκεται αρκετά πιο πίσω στο χρόνο. Χωματόδρομοι, λακκούβες, ανυπαρξία μιας πλατείας - κέντρου με καφενεία, καφετέριες, ταβέρνες, οι άνθρωποι δύσκολα να έρθουν σε επαφή.

Κοιτούσα με θαυμασμό το μεγάλο σχολικό κτίριο όταν την πρώτη μέρα έζησα δυο σοκ. Λόγω πληθώρας μαθητών μας χώρισαν σε δύο τμήματα. Έτσι με μιας ξέκοψα από πολλούς κολλητούς μου που το επώνυμό τους έφευγε μετά το Κάπα. Και το χειρότερο, μας χώρισαν σε αρένων και θηλέων. Ερχόμενοι πιο κοντά στην πρωτεύουσα αντί να πηγαίνουμε μπρος ξαφνικά πήγαμε ξανά πίσω. Τέρμα η άνεση των φλερτ και το κίνητρο να είσαι κάθε μέρα στην επικαιρότητα, να σε συζητάνε.

Στο αραιοκατοικημένο Καματερό οι περισσότεροι άνθρωποι μαζεύτηκαν από τα χωριά τους από το ’60 κι ύστερα. Οι Αρβανίτες γλυκάθηκαν από τα γραμμάτια, χάραξαν τα χωράφια τους σε άρτια οικόπεδα και σταμάτησαν να καλλιεργούν κηπευτικά για την πρωτεύουσα. Με το πέρασμα των χρόνων οι ντόπιοι έγιναν μειοψηφία. Η ιστορία του Καματερού διακόπηκε απότομα. Επήλυδες και Αρβανίτες πάντα συντηρούσαν το φόβο για τη ζωή της Αθήνας, γι’ αυτό κι ήταν κλεισμένοι στον εαυτό τους σαν στρείδια.

1963. Το Δημοτικό ψηλά στο βουνό. Δάσκαλος μοναδικός ο Γιωτόπουλος, Ιερή φιγούρα! Οι αμυγδαλές που κουβαλούσα από το Αγρίνιο με είχαν αδύνατο, κοκαλιάρικο, σαν κακοσιτισμένο παιδάκι της Μπιάφρας. Ενοχλήθηκα όταν κάποια παιδιά με κορόιδεψαν επειδή σε μια αφήγησή μου αντί για τη λέξη κοτέτσι είπα κούρνια. Σύντομα όμως τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους. Μικρόσωμος μεν, αλλά….

Είχα πάθος με τη μπάλα. Οι αλάνες στη γειτονιά μου με υποδέχονταν κάθε μέρα. Ο πατέρας μου πίεζε και απειλούσε – και δυστυχώς ποτέ δεν πραγματοποίησε τις απειλές του – η μάνα να μουντζώνει, να ρίχνει καμιά ξυλιά στον κώλο και σαν αθυρόστομη που υπήρξε να βλαστημά και να καταριέται. Τρυφερά βέβαια όλα αυτά. Αν και παιδί τα διέβλεπα με ευχέρεια.

Στην Τρίτη Γυμνασίου έγινε ένα περίεργο συμβάν που με σημάδεψε. Ο κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερος αδερφός μου Άρης κουβαλούσε ήδη στο σπίτι εξωσχολικά βιβλία. Η οικογένεια μες τη φτώχεια. Κι έτσι, αντί να αρχίσω με παιδικά αναγνώσματα, ξεκίνησα από δέκα τριών ετών να διαβάζω Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Δουμά, Μαξ Νορντάου και πολλούς άλλους διάσημους συγγραφείς. Και μαζί με αυτά και τα πρώτα ποιήματα του αδερφού μου. Στην αρχή της χρονιάς του είχα ζητήσει να μου μάθει πώς γράφονται οι καλές εκθέσεις. Αυτός ανταποκρίθηκε κι εγώ κινούμενος από μια αόρατη δύναμη περίμενα πώς και πώς να έρθει η μέρα που θα έχουμε ένα δίωρο για να γράψουμε έκθεση. Οι φίλοι μου μουντζούρωναν την κόλλα κι έβγαιναν στην αυλή για παιχνίδι και καμάκι. Εγώ ζητούσα και δεύτερη κόλλα για να αναπτύξω το θέμα μου. Στο εξάμηνο ο φιλόλογός μας αποσπάστηκε αλλού. Κι ήρθε μια νεαρή κοπέλα της οποίας το όνομα δεν θυμάμαι κι όπως έμαθα μετά ο σύζυγός της ήταν λογοτέχνης.

 «Για να γνωριστούμε θα γράψετε σήμερα ένα ελεύθερο θέμα» μας είπε.

Την επόμενη Τετάρτη η φιλόλογος φώναξε το όνομά μου και ζήτησε να διαβάσω το κείμενό μου γιατί έκρινε πως ήταν πολύ καλό. Το θέμα μου ήταν «Το πεύκο». Και αναφερόμουν στο Αγρίνιο όπου το σπίτι μας με μια μεγάλη αυλή υπέφερε από τη βίαιη παρουσία ενός πελώριου πεύκου. Αυτό βύζαινε από το πηγάδι και μεγαλώνοντας ράγιζε τον τοίχο. Ο πατέρας μου μια Κυριακή μαζί με γείτονες έπιασαν τα τσεκούρια και το έκοψαν. Είχαν δέσει την κορυφή του με σχοινιά για να το τραβήξουν μακριά από το κεραμοσκεπές σπίτι μας. Κι όταν το πεύκο έπεσε η αυλή μεμιάς τριπλασιάστηκε. Όμως στη θέση του δημιουργήθηκε ένα πελώριο κενό.

Αυτό το θέμα υπήρξε το πρώτο μου διήγημα. Όσο κι αν έχω προσπαθήσει να το αναπλάσω δεν τα κατάφερα. Έτσι παραμένει στη μνήμη μου σαν κάτι τρυφερό και σπουδαίο και αυτή η ανάμνηση με βοήθησε πολλές φορές ως τώρα.

Εκείνη την εποχή άρχισε η πολιτικοποίησή μου. Η οικογένειά μου υπήρξε Αριστερή, για Χούντα ούτε λόγος. Και εγώ ανακάλυψα το βιβλιοπωλείο του Τουργέλη στη στάση Μανάρα. Και πήγαινα, άκουγα τον φλεγόμενο κύριο βιβλιοπώλη, μασημένα στην αρχή, ανοιχτά μετά, να μιλά κατά της δικτατορίας. Και να μου δανείζει βιβλία χρήσιμα κατά τη γνώμη του.

Στους Αγίους σύντομα προσαρμόστηκα και διεύρυνα τις γνωριμίες και τις φιλίες μου. Δεν θα αναφερθώ σε ονόματα για να μην σας κουράσω. Σχολείο και αλητεία, έτσι για την αλητεία. Να μπαίνω στην αίθουσα, να περιμένω να πάρει παρουσίες ο καθηγητής κι όταν αυτός γύριζε στον πίνακα να πηδάω από το παράθυρο. «Για να μην σας χαλάσω την παράδοση κύριε καθηγητά. Ήθελα να κάνω την ανάγκη μου και πήγα στην τουαλέτα». Και ενώ εγώ, με εξαίρεση τα φιλολογικά που έδινα το είναι μου, είχα γράψει στα παλιά μου παπούτσια τα μαθήματα, κοπάνες, μέτρημα των απουσιών μέχρι το κρίσιμο νούμερο 200 μη χαθεί η χρονιά, μπάλα και βόλτες, ο Νίκος Χουντής από φτωχή οικογένεια κι αυτός, μαθητής του 19-20 σε όλα τα μαθήματα έβρισκε χρόνο και κλωτσούσε την μπάλα στην αλάνα. Τυχαία νομίζετε πω έγινε Υπουργός και Ευρωβουλευτής;

Η ενηλικίωσή μου άρχισε στο Καματερό και ολοκληρώθηκε στους Αγίους. Στο Καματερό ήμουνα σαν ρόδι του Αυγούστου, κόκκινο και λαχταριστό, που αν το έκοβες και το έτρωγες θα σε ξίνιζε. Αρχές Νοεμβρίου όμως το ίδιο ρόδι σε γλυκαίνει.


* Ο Τάκης Γεράρδης είναι φίλος από δεκαετίες , παλιός μου γείτονας , παλιός μου καθοδηγητής και ανάμεσα στα πολλά που έκανε στη ζωή του και συγγραφέας . 

έργα του :  Τα κομπολόγια  , Το καμίνι Αλφαβητάρι του καφέ  , Ο καφές  Η κουρελού 

Έχει εκδώσει: Ηφαιστιογενή πετρώματα, Αθήνα 1988, ποιήματα. Καφές ένα αραβικό παραμύθι, 1999, Τροχαλία, δοκίμιο. Άλογα και φίλιπποι εν δράσει, 2000, Alta grafico, δοκίμιο. Το Αλφαβητάρι του καφέ, 2001, Alta grafico, δοκίμιο. Τα Κομπολόγια, 2015, Κέδρος, μυθιστόρημα. Το Καμίνι, 2016. Κέδρος, μυθιστόρημα. Η Κουρελού, 2021, ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ, διηγήματα Από το 1991 μέχρι το 1997 εξέδιδε το μηνιαίο περιοδικό «Ο καφές». Διηγήματά του έχουν κατά καιρούς βραβευθεί σε διαγωνισμούς και αρκετά δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά, ορισμένα εξ’ αυτών έχουν συμπεριληφθεί σε εκδόσεις. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί.

 


 

1 σχόλιο: