Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η τοποθέτηση του κ. Paul Connet, Δρ. Χημείας, καθηγητή στο St. Lawrence University in Canton, New York, που προβλήθηκε μέσω βίντεο.
Μεταξύ άλλων, ο καθηγητής επισήμανε ότι μέρος των διοξινών που εκλύονται κατά την καύση σκουπιδιών, συγκεντρώνονται στο σώμα τα αγελάδων και γενικά των ζώων με λιπώδη ιστό. Αυτό σημαίνει – όπως είπε – ότι, δεν χρειάζεται κανείς να αναπνέει διοξίνες για να είναι επικίνδυνο. Το γεγονός ότι θα φάει κάποιος φαγητό σε περιοχή με διοξίνες είναι από μόνο του, πολύ επικίνδυνο.
Αναφερόμενος εξάλλου, στην πορεία της ιπτάμενης τέφρας στον κλίβανο μιας τσιμεντοβιομηχανίας δήλωσε πως σεε μονάδες της Ιαπωνίας η ιπτάμενη τέφρα υαλοποιείται και επανατοποθετείται στον κλίβανο, οπότε ο υδράργυρος έχει δυο οδούς να ακολουθήσει: να πάει είτε στα προϊόντα, είτε στον αέρα.
Ο κ. Connet ήταν κατηγορηματικός: «Θέτεις σε κίνδυνο τον κόσμο, θέτεις σε κίνδυνο τα παιδιά. Οι τοξικές ουσίες και οι διοξίνες που βρίσκονται στην επιφάνεια των μικροσωματιδίων εισέρχονται στους πνεύμονες και στο στομάχι».
Από την πλευρά του, ο κ. Γιάννης Γερόπουλος, περιβαλλοντολόγος, ο οποίος αναφέρθηκε επίσης στις επιπτώσεις των διοξινών στον ανθρώπινο οργανισμό, τόνισε πως πρόκειται για τους χειρότερους χημικούς ρύπους που υπάρχουν αυτή την στιγμή σε όλο τον πλανήτη, καθώς εκλύονται από διαδικασίες που γίνονται σε άσχημες συνθήκες, ελάχιστα πρακτικά ελεγχόμενες, όπως είναι η καύση των απορριμμάτων. Κατά τη διάρκεια της καύσης αυτό που γίνεται, είναι να συνευρίσκεται ο οργανικός άνθρακας με χλώριο, στα πλαστικά – κυρίως- που περιέχουν τα απορρίμματα.
«Το πρόβλημα επί της ουσίας είναι ότι, ακριβώς αυτά τα πλαστικά είναι που έχουν την αναγκαία θερμογόνα δύναμη ούτως ώστε κάνουν τα καύσιμα συμφέροντα από ενεργειακής πλευράς» επισήμανε ο κ. Γερόπουλος, προσθέτοντας πως στην Ελλάδα ο κόσμος δεν είναι ενήμερος για τις επιπτώσεις αυτών των ουσιών στον ανθρώπινο οργανισμό.
Αντιθέτως, στην Ευρώπη – όπως είπε – που είχε εφαρμοστεί η καύση σκουπιδιών εδώ και 15 – 20 χρόνια, διαπίστωσαν ότι είναι ολέθρια για το περιβάλλον και τον άνθρωπο και η μέθοδος αυτή θεωρείται πλέον, απαράδεκτη και ξεπερασμένη ακόμη και σε νομικό επίπεδο.
Ο κ. Μάρκος Βαξεβανόπουλος, διδάκτωρ Γεωλογίας, αναφέρθηκε στις διαδικασίες οι οποίες ακολουθήθηκαν για να δοθεί η άδεια καύσης απορριμμάτων από την τσιμεντοβιομηχανία της ΑΓΕΤ και σε όσα ακολούθησαν, λέγοντας πως οι βολιώτες πρέπει να ενημερωθούν για το τι ακριβώς έχει γίνει πίσω από τις πλάτες τους, αλλά και για τις επιπτώσεις από την επικίνδυνη αυτή καύση.
«Πρόταση και όραμά μας είναι η αειφορική διαχείριση των απορριμμάτων. Εμείς πήγαμε στην τελευταία και πιο εύκολη λύση, να τα καίμε. Αντί να γίνει σωστή διαχείριση και ανακύκλωση, στην Ελλάδα διαλέγουμε την εύκολη λύση: τα ρίχνουμε όλα στον κλίβανο» τόνισε ο κ. Βαξεβανόπουλος, προσθέτοντας πως αυτό δεν γίνεται μόνο στο Βόλο, αλλά και σε άλλες δύο τσιμεντοβιομηχανίες που κάνουν το ίδιο, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχει ενδιαφέρον και από άλλες βιομηχανίες να καίνε σκουπίδια ως καύσιμο, δεδομένου ότι πρόκειται για την πιο εύκολη και οικονομική λύση για αυτές.
Αναφερόμενος εξάλλου, στο Εθνικό Σχέδιο Αποβλήτων που αποτελεί πλέον νόμο του κράτους, ο κ. Βαξεβανόπουλος παρατήρησε πως σε αυτό, η θερμική επεξεργασία των αποβλήτων δεν προτείνεται, παρά μόνο ως τελευταία λύση. «Εμείς θέλουμε την δύσκολη λύση: επανάχρηση, κομποστοποίηση και γενικά αειφορία» κατέληξε.
Τέλος, η κ. Ιφιγένεια Ηλιοπούλου, η οποία διδάσκει Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στο Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, κάλεσε όλους τους πολίτες του Βόλου να ενημερωθούν έγκαιρα για το πρόβλημα και τις ακριβείς διαστάσεις του. Από την άλλη πλευρά – όπως είπε – πρέπει να δούμε αν υπάρχουν λύσεις και τις προοπτικές για ένα καλύτερο και πιο υγιές μέλλον.
«Ως εκπαιδευτικός θέλω πάντα να βλέπω στα πράγματα μια προοπτική, κάτι θετικό ώστε να αγωνίζομαι. Προσπαθούμε να ενημερώσουμε τα παιδιά για τα περιβαλλοντικά προβλήματα που υπάρχουν. Γίνονται προγράμματα στα σχολεία, ωστόσο πρέπει κι άλλοι παράγοντες να συμβάλουν, όπως η Τοπική Αυτοδιοίκηση που πρέπει να αναπτύξει τις υποδομές και τον εξοπλισμό για την υποστήριξη της ορθολογικής διαχείρισης των απορριμμάτων» επισήμανε η κ. Ηλιοπούλου, συμπληρώνοντας πως χωρίς εργοστάσια ανακύκλωσης ή διαφορετικούς κάδους για την διαλογή στην πηγή, δεν είναι δυνατόν να γίνει σωστά η ανακύκλωση.
Εισηγήσεις υπήρξαν ακόμη, από τους κ.κ. Μιχαήλ Χριστόλη, χημικό μηχανικό, καθηγητή του ΕΜΠ (για τον σχηματισμό των διοξινών κατά την καύση RDF από τσιμεντοβιομηχανίες) και Νίκο Σακούτη, μέλος του Δ.Σ. της Περιβαλλοντικής Ένωσης Δήμων Αττικής και του Δ.Σ. της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας (για τον δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα της διαχείρισης απορριμμάτων), ενώ στο τέλος, τέθηκαν ερωτήσεις από το κοινό που παρακολούθησε την εκδήλωση.
ΣΧΟΛΙΟ : το άρθρο είναι εξαιρετικά αφιερωμένο στον ΕΔΣΝΑ που επαίρεται για τα δευτερογενή καύσιμα που παράγει το ΕΜΑΚ και τα πουλάει στην τσιμεντοβιομηχανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου