Συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών και στους δημοσιογράφους Άρτεμις Σπηλιώτη και Νίκο Σβέρκο.
Τον Αύγουστο ολοκληρώνεται το πρόγραμμα και μέχρι τον Ιούνιο θα πρέπει να αποφασιστούν μια σειρά από σημαντικά ζητήματα…
Πράγματι, τα αποτελέσματα της
κυβερνητικής πολιτικής αρχίζουν να γίνονται αισθητά και κανείς πια δεν
αμφιβάλλει ότι έχουμε μπει σε τροχιά ανάκαμψης. Ταυτόχρονα βιώνουμε μια
θετική συγκυρία, καθώς η ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία ανακάμπτουν
και οι αγορές βρίσκονται σε ανοδική φάση χάρη στη μεγάλη ρευστότητα που
έχουν διοχετεύσει οι κεντρικές τράπεζες.
Αυτό αποτυπώνεται και στις τιμές των
ελληνικών ομολόγων. Δεν γνωρίζουμε πόσο θα διαρκέσει αυτή η συγκυρία,
όμως μας επιτρέπει να αξιοποιήσουμε το ευνοϊκό momentum, να σχεδιάσουμε
και να επιχειρήσουμε μια ασφαλή όσο και οριστική έξοδο από τα μνημόνια
και το καθεστώς της επιτροπείας. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και να
θωρακιστούμε τώρα έναντι μελλοντικών κινδύνων.
Σε τι αναφέρεστε;
Με τα σημερινά δεδομένα, η έξοδος στις
αγορές φαίνεται να είναι απολύτως εφικτή. Ομως δεν μπορούμε να
αποκλείσουμε αναταράξεις ή και νέες κρίσεις στο μέλλον. Γι’ αυτό σε
συμφωνία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς δημιουργούμε ένα ταμείο
σταθερότητας, μέσω ταμειακών αποθεμάτων (cash buffers), το οποίο θα
λειτουργήσει ως δανειστής ύστατης ανάγκης, εάν χρειαστεί.
Επίσης, τα επιτόκια διεθνώς είναι σε
ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Όμως πρέπει να προετοιμαστούμε για την αύξησή
τους. Μπροστά μας έχουμε επίσης μια λίγο-πολύ μακρά περίοδο ανάκαμψης
της ελληνικής οικονομίας.
Όμως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε νέα
υφεσιακά επεισόδια ή εξωγενή σοκ στο μέλλον. Ακριβώς γι’ αυτό
επιδιώκουμε, μέσα και από τη διαπραγμάτευση για το χρέος, τη μετατροπή
των μεταβλητών επιτοκίων σε σταθερά για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος
των δανείων, καθώς και τη διαμόρφωση της «ρήτρας ανάπτυξης».
Με ποια θέση και με ποια
διαπραγματευτικά «ατού» προσέρχεται η κυβέρνηση στη σημαντική
διαπραγμάτευση για τη μεταμνημονιακή εποχή;
Δεν πρόκειται μόνο για τη διαπραγμάτευση
με τους δανειστές αλλά και για το πλαίσιο μιας μεγάλης κοινωνικής
συμμαχίας που είναι αναγκαία και στο εσωτερικό. Διότι, όπως εύστοχα μας
είπε πρόσφατα ένας υψηλόβαθμος Ευρωπαίος, «η καλύτερη προστασία της
Ελλάδας είναι τελικά η ίδια η Ελλάδα». Βασικό, λοιπόν, είναι το σχέδιο
για τη μετά τα μνημόνια εποχή, μέρος του οποίου είναι και όσα ανέφερα
μόλις.
Να ορίσουμε εμείς τι αλλαγές θέλουμε να
κάνουμε, πού θέλουμε να πάμε ως κοινωνία μετά τα μνημόνια, ποιον ρόλο
επιδιώκουμε να διαδραματίζει η χώρα. Πρώτιστο καθήκον μας είναι, λοιπόν,
να προετοιμάσουμε το σχέδιο της επόμενης ημέρας η οποία έχει ήδη
αρχίσει.
Ενα σχέδιο που εδραιώνει την ανάκτηση
της κυριαρχίας της χώρας και αποκαθιστά την εμπιστοσύνη στις προοπτικές
της τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ο έγκαιρος σχεδιασμός της
επόμενης ημέρας της χώρας είναι κρίσιμος, διότι η έξοδος από μια
κατάσταση χρεοκοπίας και η «απεξάρτηση» από τα μνημόνια και την
επιτροπεία, όπως ιστορικά έχει αποδειχθεί, είναι καθήκον σύνθετο και
απαιτητικό.
Η θωράκιση της χώρας θα σημαίνει και τη θωράκιση της κοινωνίας συνολικά από μελλοντικές κρίσεις;
Ασφαλώς, τελικά περί αυτού πρόκειται.
Τώρα που προσεγγίζουμε την έξοδο από το τούνελ πρέπει να αντιμετωπίσουμε
τις αιτίες που μας έβαλαν σε αυτό.
Αυτό, εκτός των άλλων, σημαίνει να
καταπολεμήσουμε τις ανισότητες, να βελτιώσουμε τα εισοδήματα, να θέσουμε
τη θετική αλλαγή της καθημερινότητας των πολιτών ως κεντρική
προτεραιότητα, να προχωρήσουμε πιο τολμηρά στις αλλαγές στο κράτος, να
γίνουμε ακόμη πιο αποφασιστικοί στην αντιμετώπιση φαινομένων μεγάλης
αλλά και μικρομεσαίας διαπλοκής, να χτυπήσουμε στη ρίζα τους τους όρους
αναπαραγωγής του συστήματος της διαπλοκής και των πελατειακών σχέσεων,
να καθορίσουμε συνεπή και ενιαία γραμμή απέναντι στα συμφέροντα, να
διαμορφώσουμε τελικά ένα νέο υπόδειγμα όχι μόνο ανάπτυξης, αλλά και
διακυβέρνησης και σχέσεων κράτους-πολίτη.
Ο διοικητής της ΤτΕ έχει
υπερασπιστεί το μοντέλο της εξόδου στις αγορές μέσω μιας πιστοληπτικής
γραμμής, όπως επιχειρήθηκε χωρίς επιτυχία από την κυβέρνηση Σαμαρά το
2014. Η σημερινή κυβέρνηση θέλει μια όσο το δυνατόν πιο «καθαρή» λύση.
Είναι πιθανή μια συνδυαστική λύση;
Η δική μας κυβέρνηση προσπαθεί να
διδαχθεί από επιτυχημένα και όχι αποτυχημένα παραδείγματα. Τόσο η
Πορτογαλία όσο και η Ιρλανδία και η Κύπρος απέφυγαν την προληπτική
γραμμή. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Από τη στιγμή που δημιουργούμε επαρκή
ταμειακά διαθέσιμα, η προληπτική γραμμή δεν είναι αναγκαία. Αντίθετα,
προσθέτει κόστος, αβεβαιότητα και κινδύνους. Κόστος διότι συνεπάγεται
δεσμεύσεις.
Αβεβαιότητα διότι δεν έχει δοκιμαστεί.
Και κινδύνους, διότι αν κατά τη λήξη της υπάρξει κάποια κρίση ή δυσκολία
πρόσβασης στις αγορές, θα πρέπει να τη ζητήσουμε ξανά, με αμφίβολο το
να υπάρξουν πρόθυμοι να μας την παράσχουν. Κινδυνεύουμε έτσι να βρεθούμε
ακάλυπτοι στον κίνδυνο χρεοκοπίας ή να παγιδευτούμε σε μια μόνιμη
εξάρτηση από μνημόνια.
Γι’ αυτούς τους λόγους έχουμε επιλέξει
την αυτοδύναμη έξοδο στις αγορές διαθέτοντας ένα ταμείο-ασπίδα
προστασίας. Διότι μας επιτρέπει να σταθούμε στα πόδια μας και να
δημιουργήσουμε προϋποθέσεις δημοσιονομικής κυριαρχίας και πολιτικής
αυτονομίας. Και έχουμε συμφωνήσει ήδη σε αυτήν τη πολιτική.
Υπάρχει όμως ο ισχυρισμός ότι
χωρίς πιστοληπτική γραμμή, βρίσκονται σε διακινδύνευση το waiver και η
δυνατότητα φτηνού δανεισμού των τραπεζών που αυτό συνεπάγεται…
Τα δύο θέματα είναι δυσανάλογα μεταξύ
τους. Το κόστος της προληπτικής γραμμής είναι δυσανάλογο σε σχέση με το
όφελος από τη διατήρηση του waiver.
Ομως ας μη βιαζόμαστε και να δούμε εάν
τελικά θα το χρειαστούμε, σε ποια έκταση και για πόσο χρόνο. Επισημαίνω
ότι η Κύπρος βγήκε από τα μνημόνια χωρίς waiver, χωρίς αυτό να της
δημιουργήσει πρόβλημα. Δείχνει και αυτό ότι, σε κάθε περίπτωση, το θέμα
δεν προσφέρεται για δραματοποιήσεις.
Θα υπάρξουν, όμως, και τα stress tests των τραπεζών, για τα οποία διατυπώνονται διάφορα σενάρια…
Η σεναριολογία για τις τράπεζες δεν
βοηθά και δεν έχει και πολύ νόημα. Η όποια συζήτηση θα έχει νόημα μόνο
μετά την ολοκλήρωση των stress tests και την ανακοίνωση των
αποτελεσμάτων που αναμένονται την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου. Η περίοδος
μέχρι τη λήξη του προγράμματος είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Χρειάζονται
λοιπόν αυτοπειθαρχία και αυτοέλεγχος από όλους τους εμπλεκόμενους.
Πώς θα καλύψει ο ΣΥΡΙΖΑ τη
διαφορά που εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις; Πώς θα μιλήσει η κυβέρνηση
στον κόσμο που έχει απογοητευτεί και κρατά αποστάσεις;
O ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές μπορεί να πείσει
πως κάναμε ό,τι ήταν δυνατόν στις δύσκολες ημέρες του 2015, πως
διαχειριστήκαμε και επιλύουμε μια σειρά προβλημάτων που κληρονομήσαμε,
πως βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια και τη φέραμε σε μια θέση που να
μπορεί να διαμορφώνει η ίδια το σχέδιό της για το μέλλον, έχοντας
αποκτήσει βαθμούς αυτονομίας.
Στις εκλογές, λοιπόν, θα έχει ο πολίτης
την ευχέρεια να κάνει τον απολογισμό του, να μας κρίνει αυστηρά, αλλά
και να δει τις προοπτικές, τι είναι αυτό που έρχεται, να δει ποια
κυβέρνηση μπορεί να κατοχυρώσει το μέλλον το δικό του και των παιδιών
του.
Υπάρχουν στην κοινωνία δυνάμεις που
«θέλουν να πειστούν», για να το πω σχηματικά, και πρέπει να τις
πείσουμε, όχι μόνο για το έργο που υλοποιήσαμε σε δύσκολες μάλιστα
συνθήκες, αλλά και για τις προοπτικές που μπορούμε να δώσουμε στη χώρα. Ο
ΣΥΡΙΖΑ έχει λοιπόν τη δυνατότητα να ξαναγίνει πρώτο κόμμα.
Ακριβώς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να φέρει
πολιτική σταθερότητα σε μια τόσο δύσκολη περίοδο, θεωρώ πως και στις
επόμενες εκλογές δεν θα προκύψει μια παρατεταμένη πολιτική αστάθεια,
όπως προβλέπουν ορισμένοι και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό. Θεωρώ ότι
και πάλι μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ είναι μέσα στο πλαίσιο των
δυνατοτήτων μας.
Η παροχολογία ενισχύει όμως την εκλογολογία…
Στη δική μας λογική δεν υπάρχει
παροχολογία. Υπάρχουν συμπιεσμένες ανάγκες, κατακρεουργημένα δικαιώματα.
Εχουμε χρέος να διοχετεύσουμε κάθε δυνατότητα εκεί που υπάρχει η πιο
μεγάλη ανάγκη. Το πρόβλημά μας είναι ότι η έκταση της φτωχοποίησης έχει
διευρυνθεί. Υπάρχουν λοιπόν μεγάλα στρώματα που έχουν φτωχοποιηθεί και
έχουν μεγάλες ανάγκες.
Αρα, αυτό που υποτιμητικά ορισμένοι
ονομάζουν «επιδοματική πολιτική» είναι μια αναγκαία μεταβατική πολιτική
ώστε να περάσουμε σε καθολικές πολιτικές, που απαιτούν όμως μεγαλύτερη
δυνατότητα χρηματοδότησης. Το όραμά μας δεν εξαντλείται στο βοήθημα ή
στο κοινωνικό μέρισμα, αλλά είναι ένα σύστημα καθολικών υπηρεσιών και
στοχευμένης προστασίας και προς αυτή την κατεύθυνση θέλουμε να
προχωρήσουμε.
Μιλήσατε για ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό. Υπάρχει περίπτωση προσέγγισης με τον χώρο που αυτοαποκαλείται «Κεντροαριστερά»;
Υπάρχει κρίση αντιπροσώπευσης, που
εκδηλώνεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γι’ αυτό η συζήτηση περί
συμμαχιών πρέπει να ξεκινά από τις κοινωνικές συμμαχίες. Είμαστε λοιπόν
ανοικτοί και στις πολιτικές συμμαχίες, αλλά χωρίς φορμαλισμό και
σχηματοποίηση, εφόσον υπάρχει αντιστοίχιση κοινωνικού και πολιτικού.
Διότι βλέπουμε και παράξενα πράγματα.
Θεωρώ, για παράδειγμα, ότι ο κόσμος που αναφέρεται στο λεγόμενο
«κοινωνικό κέντρο» έχει «αριστερόστροφες» ανάγκες. Θέλει, δηλαδή,
δουλειά, μόρφωση, κοινωνικό κράτος. Αυτά δεν μπορούν να γίνουν με ένα
νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Κι όμως βλέπουμε δυνάμεις που δηλώνουν ότι
εκπροσωπούν τον κόσμο αυτό να μιλούν για «ίσες αποστάσεις».
Αυτό που αποτελεί σταθερή μας θέση είναι
ότι η ανασυγκρότηση της χώρας χρειάζεται μια ευρεία κοινωνική συμμαχία
και η πολιτική εκπροσώπηση των επιμέρους τμημάτων της πρέπει να μένει
ένα στοίχημα ανοικτό στο μέλλον.
Πίσω από τα συλλαλητήρια για το
«Μακεδονικό» φαίνεται πως συντάσσεται πια επισήμως σύσσωμη η Δεξιά. Πώς
ερμηνεύετε τις εξελίξεις αυτές;
Μετά την οδυνηρή κρίση και την
ταπεινωτική επιτροπεία, είναι διάχυτη μέσα στην κοινωνία η ανάγκη μιας
δικαίωσης και ανάκτησης της συλλογικής αξιοπρέπειας. Αυτή την ανάγκη, με
αφορμή την αναζήτησή μιας λύσης στο «Μακεδονικό», προσπαθούν ορισμένοι
να καπηλευτούν ή να εκτρέψουν σε έναν θορυβώδη, αλλά παρωχημένο και
επίπλαστο «πατριωτισμό», καλλιεργώντας το «όραμα» μιας περίκλειστης
Ελλάδας.
Πρόκειται για τάσεις αναδίπλωσης σε
εσωστρεφείς εθνικισμούς που εκδηλώνονται και σε άλλες χώρες της Ευρώπης
προς τις οποίες υποχωρεί άτακτα και ο κ. Μητσοτάκης.
Η βάση της ενότητας των Ελλήνων για την
οποία μιλά ο κ. Μητσοτάκης δεν μπορεί να είναι μια φοβική και
περίκλειστη Ελλάδα, αλλά μια Ελλάδα που ανασυγκροτείται, αντιμετωπίζει
τις αίτιες της δικής της κρίσης, υπερβαίνει τις παθογένειες του
παρελθόντος και υπηρετεί τα εθνικά της συμφέροντα δημιουργώντας πλαίσια
συνεννόησης, γέφυρες φιλίας, σχέδια συνεργασίας, συμβάλλοντας ενεργά
στην επίλυση όχι μόνο των δικών της διμερών προβλημάτων, αλλά και
προβλημάτων της ευρύτερης περιοχής.
Αυτή δεν είναι μια τεχνητή διαίρεση αλλά
μια υπαρκτή διαχωριστική γραμμή απέναντι στην οποία οι πολιτικές
δυνάμεις πρέπει να λάβουν σαφή θέση.
Σας ανησυχούν αυτές οι εξελίξεις, που είναι πιθανόν να «καταπιούν» και τον κυβερνητικό σας εταίρο;
Κάθε επιστροφή στο παρελθόν, σε αποτυχημένες λογικές, αποτελεί έναν αναχρονισμό που μπορεί να αποβεί εθνικά επικίνδυνος.
Η Ελλάδα πρέπει να αναζητήσει τη δική
της δικαίωση και τον σεβασμό των άλλων όχι στον δρόμο ενός δικού της
αλυτρωτισμού, αλλά με την υπέρβαση όλων των αλυτρωτισμών και των
εθνικισμών στην περιοχή, με έναν πατριωτισμό των ανοιχτών οριζόντων,
φιλίας των λαών, ισότιμης διαβαλκανικής συνεργασίας και συνανάπτυξης.
Αυτός ο πατριωτισμός εκφράζει σήμερα τα
ευρύτερα κοινωνικά και εθνικά συμφέροντα. Ακριβώς γι’ αυτό χωρά ευρύ
φάσμα δυνάμεων πέραν της Αριστεράς και μπορεί να αποτελέσει το πλαίσιο
μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας για την προοδευτική
ανασυγκρότηση της χώρας και της ευρύτερης περιοχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου